- πολύθραυστος
- -ον, Α1. σπασμένος σε πολλά κομμάτια2. εύθραυστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θραυστός (< θραύω «σπάζω»), πρβλ. ά-θραυστος, εύ-θραυστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύθραυστον — πολύθραυστος much broken masc/fem acc sg πολύθραυστος much broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)